- συγκάμπτεσθαι
- συγκάμπτωbendpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκάμπτω — ΝΜΑ [κάμπτω] κάμπτω, λυγίζω τα άκρα προς το ίδιο μέρος αρχ. 1. (αμτβ.) λυγίζω προς τα κάτω («συγκαμφθεὶς κάθημαι», Πλάτ.) 2. μέσ. συγκάμπτομαι λυγίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ἐπιφανείας συγκάμπτεσθαι τοῑς σώμασιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek